- στυφάδα
- absolu
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
στυφάδα — η, Ν (για τροφή) η ιδιότητα τού στυφού, στυφή γεύση («τα λεμόνια έχουν κάποια στυφάδα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < στυφός + κατάλ. άδα (πρβλ. ασπρ άδα)] … Dictionary of Greek
στυφάδα — η το να είναι κάτι στυφό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγουράδα — και αγγουράδα, η [άγουρος] 1. στυφότητα, στυφάδα τού άγουρου καρπού 2. τόπος που δεν καλλιεργήθηκε ή δεν είναι δυνατόν να καλλιεργηθεί … Dictionary of Greek
αγουρίλα — η [άγουρος] γεύση ή οσμή άγουρου καρπού, στυφάδα, αγουράδα … Dictionary of Greek
στρυφνός — ή, ό / στρυφνός, ή, όν, ΝΜΑ 1. (κυρίως για χυμό) αυτός που προκαλεί σύσπαση τών μυών τού στόματος λόγω τής δριμείας γεύσης του, στυφός («ὀξέα και δριμέα καὶ στρυφνά», Ξεν.) 2. μτφ. (για πρόσ.) δύστροπος νεοελλ. 1. (κατ επέκτ.) περίπλοκος,… … Dictionary of Greek
στυφότητα — η / στυφότης, ητος, ΝΜΑ [στυφός] νεοελλ. μσν. (για εδώδιμα) η ιδιότητα τού στυφού, στυφή γεύση, στυφάδα μσν. αρχ. μτφ. σοβαρότητα ή αυστηρότητα αρχ. πυκνότητα, στερεότητα … Dictionary of Greek
στύψη — η / στῡψις, ύψεως, ΝΜΑ [στύφω] 1. (για εδώδιμο) στυφάδα, στυπτικοτητα 2. (στη βαφική) εμβάπτιση σε στυπτική ουσία υφάσματος που πρόκειται να βαφεί ώστε το χρώμα να είναι ανεξίτηλο νεοελλ. χημ. η στυπτηρία αρχ. 1. (σχετικά με δέρμα) συστολή,… … Dictionary of Greek
αγουρίλα — η η γεύση του άγουρου φρούτου, η στυφάδα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)